Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαβδισμός

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδισμός Medium diacritics: ῥαβδισμός Low diacritics: ραβδισμός Capitals: ΡΑΒΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: rhabdismós Transliteration B: rhabdismos Transliteration C: ravdismos Beta Code: r(abdismo/s

English (LSJ)

ὁ, winnowing, threshing, PTeb.119.46 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 829] ὁ, das mit der Ruthe, mit dem Stocke Schlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδισμός: ὁ, τὸ ῥαβδίζειν, δέρειν διὰ ῥάβδου, Ἐκκλ.· - ὡσαύτως ῥαβδιστής, οῦ, ὁ, ὁ ῥαβδίζων, Ἀντίγραφ. ἐν τῷ Mus. Borgh. σ. 56 Schow.

Greek Monolingual

ο / ῥαβδισμός, ΝΜΑ ῥαβδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ραβδίζω, το χτύπημα με ραβδί ή και με άλλο παρεμφερές όργανο, ράβδισμα
2. (σχετικά με δέντρα) το τίναγμα τών καρπών, ράβδισμα
3. (σχετικά με σιτηρά) το τίναγμα τών σιτηρών στο αλώνι με τη χρήση ράβδου για τον αποχωρισμό του καρπού από τα άχυρα.

Translations

threshing

Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба

winnowing

Greek: λίχνισμα; Ancient Greek: ἐκτιναγμός, ἐκτίναξις, λικμητός, πτισμός, ῥαβδισμός, σεννίον; Finnish: viskaaminen; Macedonian: веење; Persian: بوجاری‎; Polish: wianie; Russian: веяние; Sicilian: cèrniri; Swedish: tröska