κωπητήρ
English (LSJ)
κωπητῆρος, ὁ, = τροπωτήρ, Hermipp.54, Agath.5.21, cf. Poll.1.92; v. ἐπικωπητήρ.
Greek (Liddell-Scott)
κωπητήρ: ῆρος, ὁ, παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ. ὁ σκαλμὸς τῆς κώπης, οὕτω καὶ ὁ Πολυδ. Αϳ, 93 (τὸν τόπον δὲ τὸν πρὸς ταῖς κώπαις κωπητῆρα (οὕτως ἀναγνωστέον) καλοῦσιν)· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ «ἐπικωπητήρ· τροπωτήρ».