εὐκέραστος
English (LSJ)
εὐκέραστον, well-mixed, well-tempered, ἀήρ Plu.2.922e; ἦχος D.H.Comp.22.
German (Pape)
[Seite 1074] wohlgemischt, temperirt, ἦχος D. Hal. C. V. p. 158; Plut. fac. orb. lun. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien mélangé ou tempéré en parl. de la température.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.
Russian (Dvoretsky)
εὐκέραστος: (о температуре воздуха) смешанный в правильной пропорции, т. е. умеренный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέραστος: -ον, καλῶς συγκεκερασμένος, εὐκραὴς, ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαίρας, Πλούτ. 2. 922Ε· ἐπὶ ἤχου, Διον. Ἁλ. π. Σύνθ. 22.
Greek Monolingual
εὐκέραστος, -ον (ΑΜ)
ο καλά συγκερασμένος, ο με μέτρο αναμιγμένος, ο ευκραής («πρὸς πᾱσάν ἐστι ποιότητα ἐκέραστος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεραστός (< κεράννυμι «ανακατεύω, αναμιγνύω»)].