ἀπότιλμα

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, piece plucked off, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pluckings, Theoc.15.19.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
pelo o hilacha arrancados γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas Theoc.15.19.

German (Pape)

[Seite 331] τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plume ou poil arraché.
Étymologie: ἀποτίλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότιλμα: ατος τό выщипанные волосы, т. е. клок (γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότιλμα: τό, μέρος ἀποσπασθέν, γραῖαν ἀποτίλματα πηρᾶν, ἀποσπάσματα, μαδήματα, Θεοκρ. 15. 19.

Greek Monolingual

ἀπότιλμα, το (Α) αποτίλλω
αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί
(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ.
ξέφτια από παλιοσακούλες).

Greek Monotonic

ἀπότιλμα: -ατος, τό, το μέρος που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

[from ἀποτίλλω
a piece plucked off, Theocr.