Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
και μάδισμα, το
1. η πράξη και το αποτέλεσμα του μαδώ, η αφαίρεση ή η πτώση τών τριχών, τών φτερών ή τών φύλλων
2. μτφ. απόσπαση χρημάτων με δόλιο τρόπο, απομύζηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μάδημα < μαδώ, ενώ ο τ. μάδισμα < μαδίζω.