θυλακίς

Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of θύλακος, = θυλάκιον ΙΙ, Ael.NA6.43, Nic.Th.852.

German (Pape)

[Seite 1222] ίδος, ἡ, dasselbe, Saamenkapsel, Ael. N. A. 6, 43; Mohnkopf, Nic. Th. 852. S. θυλακῖτις.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
gousse.
Étymologie: θύλακος.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλακίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ θύλακος, ἐπὶ τῆς ἐννοίας θυλάκιον ΙΙ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 43, Νικ. Θ. 852· πρβλ. θυλακίτης.

Greek Monolingual

θυλακίς, -ίδος, ἡ (Α)
θυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. θυγατρίς, χοινικίς)].