θυλακίς

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίς Medium diacritics: θυλακίς Low diacritics: θυλακίς Capitals: ΘΥΛΑΚΙΣ
Transliteration A: thylakís Transliteration B: thylakis Transliteration C: thylakis Beta Code: qulaki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, Dim. of θύλακος, = θυλάκιον ΙΙ, Ael.NA6.43, Nic.Th.852.

German (Pape)

[Seite 1222] ίδος, ἡ, dasselbe, Saamenkapsel, Ael. N. A. 6, 43; Mohnkopf, Nic. Th. 852. S. θυλακῖτις.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
gousse.
Étymologie: θύλακος.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλακίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ θύλακος, ἐπὶ τῆς ἐννοίας θυλάκιον ΙΙ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 43, Νικ. Θ. 852· πρβλ. θυλακίτης.

Greek Monolingual

θυλακίς, -ίδος, ἡ (Α)
θυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίς (πρβλ. θυγατρίς, χοινικίς)].