ἀναφορέω
English (LSJ)
= ἀναφέρω 1, but used in a frequentat. sense, Hdt.3.102,III, Th.4.115.
Spanish (DGE)
1 llevar hacia arriba, subir καὶ ὕδατος ἀμφορέας πολλοὺς καὶ πίθους ἀνεφόρησαν Th.4.115.
2 sacar, excavar οἱ μύρμηκες ... τὴν ψάμμον Hdt.3.102.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter en haut.
Étymologie: ἀναφορά.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφορέω: Her., Thuc. frequ. к ἀναφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφορέω: ἀναφέρω Ι, ἀναβιβάζω, ἀλλ’ ἐν χρήσει μετὰ θαμιστικῆς ἐννοίας, οἱ μύρμηκες ποιεύμενοι οἴκησιν ὑπὸ γῆν ἀναφορέουσι τὴν ψάμμον Ἡρόδ. 3. 102, 111, Θουκ. 4. 115.
Greek Monotonic
ἀναφορέω: θαμιστικό του ἀναφέρω I, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
[Frequent. of ἀναφέρω Ι, Hdt., Thuc.]