ἐπινοητής

Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἐπινοητοῦ, ὁ, inventive person, περὶ τὰς ἐδωδάς M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 966] ὁ, der Etwas ausdenkt, M. Anton. 1, 16 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui pense à, soucieux de.
Étymologie: ἐπινοέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπινοῶν, δίδων προσοχὴν εἴς τι, οὐ περὶ τὰς ἐδωδὰς ἐπινοητὴς Μ. Ἀντών. 1. 16.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) επινοώ
1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης
2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι.