ἐπινοήτρια

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινοήτρια: ἡ, ἐφευρετική, Ψευδο-Χρυσ. τ. 7. σ. 440.