τό, = Lat. speculum, Phlp. in Ph.642.17 (v.l. ὕελον).
σφέκλον: τό, τὸ Λατ. speculum, εἴδωλον, εἰκών, Ἰω. Φιλοπ.
τὸ, Αβλ. σπέκλον.