νεβροφανής

Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νεβροφανές, fawn-like, Nonn. D. 5.363.

German (Pape)

[Seite 235] ές, wie ein Hirschkalb erscheinend, Nonn. D. 5, 363.

Greek (Liddell-Scott)

νεβροφᾰνής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεβρόν, Νόνν. Δ. 5. 363.

Greek Monolingual

νεβροφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. -φάν-ην, αόρ. β' του φαίνομαι), πρβλ. μολυβδοφανής, χαλκοφανής].