μακροβόλος

Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μακροβόλον, far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροβόλος: -ον, ὁ βάλλων μακράν, σφενδόνη Στράβ. 311. 20.

Greek Monolingual

-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῖν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), δισκοβόλος.

German (Pape)

weitschleudernd, -treffend, Strab. VIII.357 und andere Spätere, wie Schol. Od. 8.233.