προεφίστημι

Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

call one's attention to beforehand, π. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Plb.10.2.1.

German (Pape)

[Seite 722] (s. ἵστημι), vorher wohinstellen, worauf richten, wie Pol. προεπιστῆσαι τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ τὴν φύσιν τοῦ ἀνδρός, die Leser vorher darauf aufmerksam machen, 10, 2, 1.

Russian (Dvoretsky)

προεφίστημι: настораживать, обращать внимание (τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προεφίστημι: ἐφίστημι τὴν προσοχήν τινος εἴς τι πρότερον, πρ. τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Πολύβ. 10. 2, 1. ― Παθ., προεφίσταμαι, ἐφίσταμαι ἐνώπιόν τινος, Βoisson. Ἀνέκδ. 2. 453.

Greek Monolingual

Α
εφιστώ την προσοχή, καθιστώ προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει»].