εφιστώ

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

-άω
φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» — κάνω κάποιον να προσέξει κάτι, τον ειδοποιώ για κάτι, επισύρω την προσοχή του για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστῶ (-άω), άλλος τ. του ἵστημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου].