γευστέον

Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

one must make to taste, τινὰ αἵματος Pl.R. 537a.

Spanish (DGE)

hay que hacer probar fig., c. gen. τοὺς παῖδας ... αἵματος e.d. sentir la violencia de la guerra, Pl.R.537a.

Greek (Liddell-Scott)

γευστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ γεύω, καὶ γεύομαι, τινά τινος Πλάτ. Πολιτ. 537A.

Greek Monotonic

γευστέον: ρημ. επίθ. του γεύω, πρέπει κάτι να υποβληθεί σε γευστική αποτίμηση, δοκιμή, τινά τινος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γευστέον, adj. verb. van γεύω, men moet laten proeven, met gen. van iets. Plat. Resp. 537a.