ἀλέτης

Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀλέτου, ὁ, grinder, ὄνος GDI4992 (Gortyn, V B.C.), cf. X.An. 1.5.5.

Spanish (DGE)

-ου
1 apto para moler, que sirve como muela ὄνος ICr.4.75b.7 (Gortina V a.C.), X.An.1.5.5, IG 12(5).872.53 (Tenos IV a.C.).
2 subst. ὁ ἀ. molinero, PHib.268 (III a.C.), BGU 2425.24 (I a.C.), POxy.3169.91 (II/III d.C.), PSI XXI Congr.12.2.32, 5.6, 7 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 93] ὁ, der Müller, Ath. XIV, 618 d., l. d.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj.
ὄνος ἀλέτης, pierre meulière.
Étymologie: ἀλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέτης -ου ἀλέω als adj. die maalt, alleen in. ὄνος ἀ. ‘maalezel’, d.w.z. molensteen Xen. An. 1.5.5.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέτης: ου (ᾰ) adj. m мелющий, размалывающий: ὄνος ἀ. Xen. верхний мельничный камень.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέτης: -ου, ὁ, ὁ ἀλέθων, ἴδε ἐν λ. ὄνος VII, 2.

Greek Monolingual

ἀλέτης, ο (Α) ἀλῶ
1. αυτός που αλέθει
2. ο χρήσιμος στο άλεσμα
3. φρ. «ὄνος ἀλέτης» — μυλόπετρα, η επάνω, η περιστρεφόμενη πέτρα του μύλου (βλ. και λ. όνος).

Greek Monotonic

ἀλέτης: -ου, ὁ (ἀλέω), αυτός που αλέθει, βλ. ὄνος II. 2.

Middle Liddell

ἀλέω
a grinder, v. ὄνος II. 2.