σκληροπαγής

Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σκληροπαγές, firmly put together, hard, Xenocr. ap. Orib.2.58.18.

German (Pape)

[Seite 901] ές, von harter Zusamnensügung, fest verbunden, Xenocrat.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροπᾰγής: -ές, ὁ σταθερῶς συγκεκολλημένος, συμπαγής, τραχύς, σκληρόσαρκος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 8.

Greek Monolingual

-ές, Α
στερεά, σταθερά συγκολλημένος, συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. στερεοπαγής].