ἐξημαρτημένως

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv., (ἐξαμαρτάνω) wrongly, to no purpose, Pl.Lg. 891d.

German (Pape)

[Seite 881] fehlerhaft, schlecht, Gegensatz εὖ, Plat. Legg. X, 891 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξημαρτημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ἐξαμαρτάνω, ἐσφαλμένως, ἀδίκως, ἀνωφελῶς, Πλάτ. Νόμοι 8911).

Russian (Dvoretsky)

ἐξημαρτημένως: ошибочно, плохо Plat.