ἐξαμαρτάνω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
fut. ἐξαμαρτήσομαι
A (ἐξαμαρτήσω Hp.Acut. (Sp.) 13):—miss the mark, fail, c. part., ἐ. παίοντες X.Cyr.2.1.16: abs., miss one's aim, S.Ph.95; opp. κατορθοῦν, Isoc.7.72.
2 err, do wrong, abs., A. Pr.1039, etc.; τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξ. S.Ant.1024, cf. Men.15.1D.; opp. εὖ ποιεῖν, Lys.25.16; ἔς τινα Hdt.1.108, Lys.12.20; εἰς τοὺς οἰκέτας Isoc.2.5; εἰς θεούς A.Pr.945; περί τινα Isoc.4.110,9.24; ἔν τινι in a thing, Pl.R. 336e; περὶ τὰ μέγιστα X.An.5.7.33: c. part., ἐ. διατρίβων Id.Cyr.3.3.56: c. acc. cogn., ἐ. τι commit a fault, Hdt. 3.145, S.Ph.1012, etc.
II Pass., to be mismanaged, to be a failure, ἡ ἐξαμαρτανομένη πρᾶξις Pl.Prt. 357d; ἐξημαρτήθη τὰ νοσήματα X.Eq. 4.2; πολιτεῖαι ἐξημαρτημέναι Arist.Pol.1289b9.
III trans., cause to sin, LXX 3 Ki.15.26,al.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰμαρτάνω)
• Morfología: [act. aor. ind. 3a plu. ἐξαμάρτοσαν Meth.Res.1.54]
I intr.
1 errar, equivocarse σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν A.Pr.1039, τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν S.Ant.1024, εἰκός τε μᾶλλον τοὺς γέροντας ἢ νέους τι κλάειν, ὅσῳπερ ἐξαμαρτάνειν ἧττον δίκαιον αὐτούς Ar.Nu.1419, οὐδεὶς σύνοιδεν ἐξαμαρτάνων πόσον ἁμαρτάνει τὸ μέγεθος Men.Fr.334.1, c. dif. constr.: c. ac. int. ἅπαντα τὰ μέγιστα ἐξαμαρτήσεις cometerás todos los mayores errores Hp.Acut.(Sp.) 13, c. part. pred. ἐξαμαρτάνω δικάζων; Ar.V.515, μή τι παίοντες ἐξαμάρτωμεν X.Cyr.2.1.16, cf. 3.3.56, c. περὶ y ac. ἐξαμαρτάνειν περὶ τὴν τῶν ἡδονῶν αἵρεσιν καὶ λυπῶν Pl.Prt.357d, c. ἐν y dat. εἰ γάρ τι ἐξαμαρτάνομεν ἐν τῇ τῶν λόγων σκέψει Pl.R.336e
•en v. pas. ser tratado erróneamente ἐπειδὰν ... ἐξαμαρτηθῇ τὰ νοσήματα cuando las enfermedades reciben tratamiento incorrecto X.Eq.4.2
•part. pas. equivocado, erróneo, defectuoso ἡ ἐξαμαρτανομένη πρᾶξις ἄνευ ἐπιστήμης Pl.Prt.357d, πολιτεῖαι ἐξημαρτημέναι Arist.Pol.1289b9
•ref. acciones fallar, fracasar βούλομαι ... καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς S.Ph.95
•tb. en v. med. ἐὰν δὲ παρὰ φύσιν, ἐξαμαρτησόμεθά τε καὶ οὐδὲν πράξομεν Pl.Cra.387a.
2 cometer una falta, cometer un delito o cometer un crimen, hacer un mal
a) c. εἰς y ac. τὸν ἐξαμαρτόντ' εἰς θεούς A.Pr.945, οὕτως εἰς ἡμᾶς διὰ τὰ χρήματα ἐξημάρτανον Lys.12.20, τοὺς δ' εἰς τοὺς οἰκειοτάτους ἐξαμαρτεῖν ἠναγκασμένους Isoc.2.5, ὁ τρόφιμος ἐξήμαρτεν εἰς ἐλευθέραν κόρην Men.Sam.646, εἰς τοὺς νόμους I.AI 5.144, 166, ἐὰν εἰς τὰ σώματα ἐξαμαρτάνωσι Ph.2.329, cf. 369, c. περί y ac. de pers. εἰ καί τις ἄλλος τολμῴη περὶ αὐτοὺς ἐξαμαρτάνειν si alguien se atreviese a causarles un mal Isoc.9.24;
b) c. ac. int. οὗτος ὅ τι δὴ ἐξαμαρτὼν ἐν γοργύρῃ ἐδέδετο Hdt.3.145, ἀλγεινῶς φέρων οἷς τ' αὐτὸς ἐξήμαρτεν sufriendo penosamente por las faltas que ha cometido S.Ph.1012, οὐ γὰρ δίκαιά σ' ἐξαμαρτάνονθ' ὁρῶ porque veo que cometes injusticias S.Ant.743, cf. E.Supp.900, ἐξαμαρτάνειν τὰς μεγίστας ἁμαρτίας Gorg.B 11a.26, cf. Isoc.7.72, ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει Men.Mon.579;
c) c. ac. int. y rég. prep. περὶ τοὺς αὑτῶν πολίτας ἀνήκεστα τολμήσαντες ἐξαμαρτεῖν habiendo osado cometer crímenes irremediables contra sus propios ciudadanos Isoc.4.110, cf. D.H.8.25, ἢν περὶ τὰ μέγιστα τοιαῦτα ἐξαμαρτάνοντες φαινώμεθα X.An.5.7.33, φυλασσόμεθα ... ἐς σέ ... μηδὲν ἐξαμαρτεῖν Hdt.1.108, οὐδὲν ἐξημάρτανον εἰς αὐτούς D.53.16, cf. D.H.8.46, ἂν ... ἐξαμάρτῃ τι πρὸς ἑταίραν Plu.2.140b;
d) abs. δικασταὶ ... τῶν ἐξαμαρτανόντων ἀκριβεῖς jueces severos con los que delinquen Th.3.46, εὖ μὲν γὰρ ποιεῖν ... χαλεπὸν ἦν, ἐξαμαρτάνειν δὲ τῷ βουλομένῳ ῥᾴδιον Lys.25.16;
e) part. pas. subst. τὰ ἐξαμαρτηθέντα = faltas cometidas ἠκολούθησε ... ἐπὶ τοῖς διὰ τὸν καιρὸν ἐξαμαρτηθεῖσιν ἡ μεταμέλεια Iul.Caes.325b.
3 contra leyes divinas, esp. judeo-crist. pecar καὶ τοὺς ἐξαμαρτόντας ἀπέκτεινεν mató a los que habían pecado I.AI 12.278, αἱ ψυχαὶ ... ἐξημάρτοσαν Meth.l.c., tb. en v. med. ἀγνοίᾳ γὰρ ... ἅτε τὸ ψεῦδος ὡς ἀληθὲς προμαθόντες ἐκ παίδων ... ἐξαμαρτήσονται Ph.2.220.
II fact., judeo-crist. hacer pecar a c. ac. de pers. ὃς ἐξήμαρτεν τὸν Ἰσραηλ LXX 4Re.10.29, c. ac. de pers. y ac. int. ἐξήμαρτεν αὐτοὺς ἁμαρτίαν μεγάλην los indujo a cometer grave pecado LXX 4Re.17.21, ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, αἷς ἐξήμαρτεν τὸν Ισραηλ LXX 3Re.15.26, cf. 4Re.21.16.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἁμαρτάνω), abirren, verfehlen, παίσας, das Ziel nicht treffen, Xen. Cyr. 2, 1, 16; ἦ δεινὸν εὖ λέγουσαν ἐξαμ. Soph. El. 1028, wie Phil. 95 βούλομαι καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον dem ἢ νικᾶν κακῶς entgegensteht; εἴ τι ἐξαμαρτάνομεν ἐν τῇ σκέψει Plat. Rep. I, 336 e. Übh. fehlen, sich vergehen, εἰς θεούς Aesch. Prom. 947; absolut, σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμ. Prom. 1041, wie ἀνθρώποισι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν Soph. Ant. 1011; ὅσα εἰς ἐμὲ αὐτὸν ἐξημάρτηκε Lys. 3, 5; Aesch. 1, 16; εἰς θεοὺς καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ Plat. Men. 318 e; περὶ τοὺς θεούς, gegen die Götter sündigen, Legg. VII, 822 b; Isocr. 4, 147; περὶ τὴν τῶν ἡδονῶν αἵρεσιν, in Beziehung auf die Wahl, Plat. Prot. 357 d; περὶ τὸν ἀγωνιστήν Phil. 28 b. – Pass., ἡ ἐξαμαρτανομένη πρᾶξις, wobei gefehlt wird, Plat. Prot. 357 d; vgl. ἐξημαρτήθη τὰ νοσήματα Xen. de re equ. 4, 2; ἐξημαρτημένος, verfehlt, fehlerhaft, Arist. – In LXX. auch trans., zu Sünden verleiten, τινά.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαμαρτήσομαι, ao.2 ἐξήμαρτον;
1 s'écarter du but, manquer le but : παίσαντες ἐξημάρτομεν XÉN nous frappâmes sans atteindre le but;
2 manquer, ne pas réussir, échouer, se tromper du tout au tout;
3 manquer, commettre une faute : τι, ἔν τινι, περί τι en qch ; εἴς τινα, πρός τινα, περί τινα manquer à qqn, commettre une faute envers qqn ; τι εἴς τινα commettre que faute envers qqn ; avec un part. commettre une faute en faisant qch.
Étymologie: ἐξ, ἁμαρτάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰμαρτάνω: (fut. ἐξαμαρτήσομαι, aor. 2 ἐξήμαρτον)
1 бить мимо цели, промахиваться: οὐδὲν φιλαττόμενοι μή τι παίοντες ἐξαμάρτωμεν Xen. нисколько не опасаясь, что наши удары могут не попасть в цель;
2 терпеть неудачу или поражение: βούλομαι καλῶς δρῶν ἐ. μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς Soph. я предпочитаю честное поражение нечестной победе;
3 поступать неправильно, погрешать, ошибаться (περί τι Xen., Plat. и ἐν τινι Plat.; οἱ ὀλίγα μὲν κατορθοῦντες, πολλὰ δ᾽ ἐξαμαρτάνοντες Isocr.; καὶ οἱ ἔμπειροι πολλάκις ἐξαμαρτάνουσιν Arst.): τὸ νόσημα ἐξημαρτήθη Xen. болезнь лечилась неправильно; ἡ ἐξαμαρτανομένη πρᾶξις Plat. ошибочные действия;
4 поступать несправедливо, причинять зло, совершать преступление (εἴς τινα Aesch., Her., Lys., Plat., Aeschin., Dem., περί τινα Isocr., Plat. и πρός τινα Plut.): ὁτιδὴ ἐξαμαρτὼν ἐν γοργύρῃ ἐδέδετο Her. за какую-то провинность он был послан в темницу; πολιτεία ἐξημαρτημένη Arst. порочный государственный строй.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαμαρτάνω: μέλλ. -ήσομαι (-ήσω Ἱππ. 398). Ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, ἀποτυγχάνω, μετὰ μετοχ., μή τι παίοντες ἐξαμάρτωμεν Ξεν. Κύρ. 2. 1, 16· ἀπολ., βούλομαι δ’, ἄναξ, καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς Σοφ. Φιλ. 95, ἀντίθετον τῷ κατορθοῦν, Ἰσοκρ. 154C. 2) πλανῶμαι, σφάλλομαι, ἁμαρτάνω, σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν Αἰσχύλ. Πρ. 1039, Σοφ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ εὖ ποιεῖν, Λυσ. 172. 36· ἔς τινα Ἡρόδ. 1. 108, Αἰσχύλ. Πρ. 945, Πλάτ., κλ.· περί τινα Ἰσοκρ. 63Ε, 193D· ἔν τινι Πλάτ. Πολ. 336Ε· περί τι Ξεν. Ἀν. 5. 7, 33· μετὰ μετοχ., ἐξ. διατρίβων Ξεν. Κύρ. 3. 3, 56· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐξ. τι, κάμνω λάθος, σφάλμα, οἷς τ’ αὐτὸς ἐξήμαρτεν οἷς τ’ ἐγὼ ἔπαθον Σοφ. Φιλ. 1012, κτλ. 3) κάμνω τινὰ ν’ ἁμαρτήσῃ, νὰ ὑποπέσῃ εἰς ἁμαρτίαν, καὶ ἐξήμαρτες τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Γ. Βασιλ. ιϛ΄, 2, Ἐκκλ. ε΄, 5), ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ἐκτελοῦμαι ἡμαρτημένως, ἡ ἐξαμαρτανομένη πρᾶξις Πλάτ. Πρωτ. 357D· θεραπεύομαι ἡμαρτημένως, ἐπειδὰν ἐνσκιρρωθῇ τε καὶ ἐξαμαρτηθῇ τὰ νοσήματα Ξεν. Ἱππ. 4, 2· ὁ οὐκ ἔχων καλῶς, ὁ μὴ ὀρθός, ἡμεῖς δ’ ὅλως ταύτας (τὰς πολιτείας) ἐξημαρτημένας εἶναι φαμὲν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 3.
Greek Monolingual
(AM ἐξαμαρτάνω) αμαρτάνω
αμαρτάνω, αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα
(«σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν, Αισχύλ.)
αρχ.
1. δεν πετυχαίνω τον στόχο («μἡ τι παίοντες ἐξαμαρτῶμεν», Ξεν.)
2. (για αρρώστια) θεραπεύομαι ελλειπώς
3. (για πολίτευμα) έχω σοβαρές ελλείψεις
4. κάνω κάποιον να σφάλει
5. παθ. ἐξαμαρτάνομαι
εκτελούμαι εσφαλμένα.
Greek Monotonic
ἐξᾰμαρτάνω: μέλ. -ήσομαι, αόρ. βʹ -ήμαρτον· απομακρύνομαι από τον στόχο, σφάλλω, αμαρτάνω, σε Ηρόδ., Αττ.· με σύστ. αντ., ἐξ. τι, διαπράττω σφάλμα, κάνω λάθος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι aor2 -ήμαρτον
I. to err from the mark, fail, Xen.: to miss one's aim, Soph.
2. to err, do wrong, sin, Hdt., Attic; c. acc. cogn., ἐξ. τι to commit a fault, Hdt., Soph., etc.
II. in Pass. to be mismanaged, Plat.