βαρύσαρκος
English (LSJ)
βαρύσαρκον, = βαθύσαρκος, Hippiatr.30 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύσαρκος: -ον, πολύσαρκος, Βυζ.
Greek Monolingual
(AM βαρύσαρκος, -ον)
ο παχύσαρκος.
βαρύσαρκον, = βαθύσαρκος, Hippiatr.30 (s.v.l.).
βᾰρύσαρκος: -ον, πολύσαρκος, Βυζ.
(AM βαρύσαρκος, -ον)
ο παχύσαρκος.