θορυβητικός

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θορυβητική, θορυβητικόν, uproarious, turbulent, Ar. Eq.1380.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bruyant, tapageur.
Étymologie: θορυβέω.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβητικός: шумный, шумливый Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380.

Greek Monolingual

θορυβητικός, -όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) θορυβώ
αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ» — και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ).

Greek Monotonic

θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θορῠβητικός, ή, όν
uproarious, turbulent, Ar.