θορυβέω

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβέω Medium diacritics: θορυβέω Low diacritics: θορυβέω Capitals: ΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: thorybéō Transliteration B: thorybeō Transliteration C: thoryveo Beta Code: qorube/w

English (LSJ)

A make a noise, make an uproar or make a disturbance, especially of crowds, assemblies, etc., Hp.Ep.12, Ar. Eq.666, V.622, etc.; βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας D.21.194.
2 shout in token of approbation or the contrary:
a cheer, applaud, Isoc.12.264, Pl.Euthd.303b:—Pass., λόγος τεθορυβημένος = a loudly cheered speech, Isoc.12.233, cf. Arist.Rh.1356b23.
b more freq. raise clamour, καί μοι μὴ θορυβήσητε = pray do not interrupt me, Pl.Ap.20e, cf. D.5.15; θ. ἐφ' οἷς ἂν λέγω Pl.Ap.30c; ὁ θορυβῶν, opp. ὁ θέλων λέγειν καὶ ἀκούειν, And.4.7:—Pass., have clamours raised against one, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβῇ S.Aj.164 (anap.).
II trans., confuse by noise or tumult, bewilder, Pl.Phdr.245b, Prt.319c, al.; throw [troops] into confusion, in battle, Th.3.78; θορυβέω πρός τινας = cause excitement amongst... Id.6.61:—Pass., to be thrown into disorder, be confused, Hdt.3.78, 4.130, Th.4.129, 8.50, Pl Ep.348e, etc.; ὑπὸ τῶν λεγομένων Id.Ly.210e; τινι at a thing, D.18.35; ἐπί τινι Bato 7.2; περί τι Th.6.61; πρός τι Plu.Cam.29.

German (Pape)

[Seite 1215] Geräusch machen, lärmen, bes. von dem verworrenen Lärmen großer Menschenmassen; Ar. Equ. 664; οἱ οἰκέται τῶν Μήδων, ἅτε τῶν δεσποτῶν ἀπεληλυθότων, ἀνειμένως καὶ ἔπιον καὶ ἐθορὺβουν Xen. Cyr. 4, 5, 8; Ar. Vesp. 622 ἢν γοῦν ἡμεῖς θορυβήσωμεν, πᾶς τίς φησι τῶν παριόντων, οἷον βροντᾷ τὸ δικαστήριον; bes. seinen Unwillen durch Murren u. Geschrei zu erkennen geben, καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσι Plat. Prot. 319 c, μὴ θορυβεῖτε Apol. 21 a, ἐφ' οἷς ἂν λέγω 30 c; öfter bei den Rednern; πρός τινα, Thuc. 6, 61; selten Aeußerung des Beifalls, ταῦτ' εἰπόντος αὐτοῦ οὐκ ἐθορύβησαν, ὃ ποιεῖν εἰώθασι πᾶσι τοῖς χαριέντως διειλεγμένοις Isocr. 12, 264; ib. 233 ὁ λόγος ἐπῃνημένος καὶ τεθορυβημένος, mit Beifall aufgenommen; Plat. Euthyd. 303 b ἐθορύβησαν καὶ ἥσθησαν. Durch Lärmen stören, übh. in Unordnung bringen, verwirren, außer Fassung bringen, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Soph. Ai. 164, im pass., wie Her. 4, 130; eine Schlachtordnung, Thuc. 3, 78; οἱ θορυβούμενοι, im Gegensatz zu den εὐτάκτως καὶ σιωπῇ ἰόντες, Xen. Cyr. 5, 3, 55; ὄχλος θορυβούμενος Matth. 9, 23; μηδέ τις λόγος ἡμᾶς θορυβείτω Plat. Phaedr. 245 b; ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον ὑπὸ τῶν λεγομένων Lys. 210 e; ἐκπεπληγμένοι καὶ τεθορυβημένοι ἦσαν Charm. 154 c; μηδὲν τὸ παράπαν δεδιότα μηδὲ θορυβούμενον στρατηγόν Legg. I, 640 b; Sp., θορυβηθεὶς πρὸς ταῦτα Plut. Camill. 29.

French (Bailly abrégé)

θορυβῶ :
I. intr. 1 faire du bruit, du tumulte;
2 particul. dans une assemblée témoigner son mécontentement ou sa joie par de bruyantes démonstrations, applaudir : τεθορυβημένος λόγος ISOCR discours accueilli par de bruyantes acclamations ; ou au contr. pousser des clameurs hostiles contre, τινι ou πρός τινα ; ἐπί τινι au sujet de qch;
II. tr. troubler, causer du trouble, faire perdre la tête : τινα à qqn;
NT: provoquer une émeute.
Étymologie: θόρυβος.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβέω:
1 производить шум, шуметь (οἱ οἰκέται ἔπινον καὶ ἐθορύβουν Xen.; καταγελᾶν καὶ θ. Plat.);
2 шуметь в знак одобрения: τεθορυβημένος λόγος Isocr. речь, встреченная шумным одобрением;
3 шуметь в знак неодобрения (τινος ἕνεκα Plat.; πρός τινα Thuc.; ἀκροαταὶ θορυβοῦντες Arst.): μὴ θορυβεῖτε ἐφ᾽ οἷς ἂν λέγω Plat. не шумите по поводу того, что я говорю;
4 смущать криками, тревожить, приводить в замешательство (τὴν πόλιν NT): ἐπειρῶντο θ. Thuc. (афиняне) пытались повергнуть неприятеля в смятение; θορυβούμενος ὁ Φρύνιχος ἀποστέλλει αὖθις πρὸς τὸν Ἀστύοχον Thuc. встревоженный Фриних еще раз пишет Астиоху; τεθορυβημένος ὑπὸ τῶν λεγομένων Plat. расстроенный сказанным; εἴ τινας θορυβουμένους αἴσθοιτο Xen. заметив среди некоторых (солдат) смятение; μὴ θορυβεῖσθε NT не тревожьтесь.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβέω: μέλλ. ήσω, (θόρυβος) κάμνω θόρυβον, ταραχήν, ἐπὶ μεγάλου πλήθους, Ἱππ. Ἐπιστ. 1275, Ἀριστοφ. Ἱππ. 666, Σφ. 622, κτλ.· βλέπων εἰς τὸν ἀεὶ θορυβοῦντα τόπον τῆς ἐκκλησίας Δημ. 577. 10. 2) ὡς τὸ Λατ. acclamare, βοῶ, φωνάζω, εἴτε ἐπιδοκιμαστικῶς, εἴτε τοὐναντίον: α) θαρρύνω, ἐπικροτῶ, Ἰσοκρ. 288C, Πλάτ. Εὐθυδ. 303Β. - Παθ., λόγος τεθορυβημένος, μεγάλως ἐπικροτηθείς, Ἰσοκρ. 281C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 10. β) συχνότερον, ἐγείρω θόρυβον ἐναντίον τινός, μετὰ δοτ., Πλάτ. Ἀπολ. 17D, 20Ε, Δημ. 60. 27· ὡσαύτως, θ. ἐφ’ οἷς ἂν λέγω Πλάτ. Ἀπολ. 30C· θ. πρός τινα Θουκ. 6. 61· ἀντίθετον τῷ θέλω ἀκούειν, Ἀνδοκ. 30. 2· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 319C· οὕτως ἐν τῷ Παθητ., θορυβοῦμαι ὑπό τινος, ὑπὸ τοιούτων ἀνδρῶν θορυβεῖ Σοφ. Αἴ. 164, πρβλ. Θουκ. 8. 50. ΙΙ. μεταβ., συγχέω διὰ θορύβου ἢ ταραχῆς, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Πλάτ. Φαίδρ. 245Β, κ. ἀλλ.· φέρω εἰς ταραχὴν στρατὸν ἐν καιρῷ μάχης, Θουκ. 3. 78. - Παθητ., ταράττομαι, ἐνοχλοῦμαι, θορυβοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 78., 4. 130. Θουκ. 4. 129, Πλάτ., κλ.· ὑπό τινος Σοφ. Αἴ. 164· ὑπὸ τῶν λεγομένων Πλάτ. Λύσ. 210Ε· τινι, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 237. 6· ἐπί τινι Βάτων ἐν Ἀδήλ. 1. 2· περί τι Θουκ. 6. 61· πρός τι Πλούτ. Καμ. 29.

English (Strong)

from θόρυβος; to be in tumult, i.e. disturb, clamor: make ado (a noise), trouble self, set on an uproar.

English (Thayer)

θορυβω: imperfect ἐθορύβουν; present passive θορυβοῦμαι; (θόρυβος); from Herodotus down;
1. to make a noise or uproar, be turbulent.
2. transitive, to disturb, throw into confusion: τήν πόλιν, to set the city on an uproar, to be troubled in mind, to wail tumultuously, Mark 5:39.

Greek Monotonic

θορῠβέω: μέλ. -ήσω (θόρυβος),
I. 1. προκαλώ θόρυβο ή ταραχή, λέγεται για το πλήθος, σε Αριστοφ.
2. όπως το Λατ. acclamare, κραυγάζω, αλαλάζω, φωνάζω είτε επιδοκιμαστικά είτε το αντίθετο· α) επιδοκιμάζω, επικροτώ, ενθαρρύνω, σε Πλάτ. β) εγείρω θόρυβο εναντίον, με δοτ., σε Θούκ. Πλάτ., κ.λπ.· Παθ., ξεσηκώνω εναντίον κάποιου, σε Σοφ.
II. μτβ., προκαλώ σύγχυση μέσω θορύβου ή ταραχής, μπλέκω, επιφέρω σύγχυση, σε Θούκ.· Παθ., πέφτω σε σύγχυση, ταράζομαι, σε Ηρόδ., κ.λπ.

Greek Monolingual

(ΑΜ θορυβῶ, θορυβέω)
1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή
2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον
3. παθ. θορυβούμαι, θορυβέομαι
ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ
νεοελλ.
μτφ. προκαλώ την προσοχή του κόσμου, δημιουργώ εντυπώσεις
αρχ.
1. φωνάζω επιδοκιμαστικά
2. επευφημώ, επικροτώ
3. δείχνω τη δυσαρέσκεια μου με θόρυβο
4. παθ. υφίσταμαι επίκριση, υφίσταμαι κατακραυγή από κάποιον
5. φρ. «θορυβῶ προς τινας» — εξεγείρω, προτρέπω, παρακινώ κάποιους
β. «θορυβοῦμαι τινι» — ανησυχώ για κάτι ή για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος. ΠΑΡ αρχ. θορύβηθρον, θορυβητικός
νεοελλ.
θορύβηση, θορυβητό.
ΣΥΝΘ. καταθορυβώ, υπερθορυβώ
αρχ.
αναθορυβώ, διαθορυβώ, εκθορυβώ, ενθορυβώ, επιθορυβώ, συνεπιθορυβώ, συνθορυβώ, υποθορυβώ].

Middle Liddell

θόρυβος
I. to make a noise or uproar, of a crowd, Ar.
2. like Lat. acclamare, to shout in token either of approbation or the contrary:
a. to cheer, applaud, Plat.
b. to raise clamours against, c. dat., Thuc., Plat., etc.:—Pass. to have clamours raised against one, Soph.
II. trans. to confuse by noise or tumult, to trouble, throw into confusion, Thuc.:—Pass. to be thrown into confusion, Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:qorubšw 拖呂卑哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:喧囂 相當於: (בָּעַת‎)
字義溯源:被騷動,擾亂,聳動,亂嚷,發慌;源自(θόρυβος)=滋擾);而 (θόρυβος)出自(θροέω)=喧鬧), (θροέω)出自(θρέμμα)X*=哭泣)
同源字:1) (θορυβάζω)滋擾 2) (θορυβέω)被騷動 3) (θόρυβος)喧聲 4) (θροέω)喧鬧 5) (θορυβάζω / τυρβάζω)造成混亂
同義字:1) (θορυβέω)被騷動 2) (σκύλλω)勞煩 3) (θορυβάζω / τυρβάζω)造成混亂
出現次數:總共(4);太(1);可(1);徒(2)
譯字彙編
1) 你們⋯發慌(1) 徒20:10;
2) 聳動(1) 徒17:5;
3) 亂嚷(1) 可5:39;
4) 在亂嚷(1) 太9:23

Lexicon Thucydideum

conturbare, to throw into confusion, 3.78.1, 6.61.5, 8.96.3,
PASS. 3.22.6, 3.26.1, 4.68.4. 4.113.1. 4.129.4, 4.130.4. 5.10.7, 5.52.1. 5.65.6. 6.61.2, 7.3.1, 7.22.1, 7.37.3. 8.50.5. 8.93.1.

Translations

disapprove

Belarusian: асуджаць, ганіць; Bulgarian: осъждам, порицавам; Chinese Mandarin: 譴責, 谴责; Dutch: afkeuren; Esperanto: kondamni; Finnish: tuomita; French: désapprouver; German: missbilligen; Greek: αποδοκιμάζω; Ancient Greek: ἀποδοκιμάζω, ἀποκρίνω, δυσωπέω, ἐπισαμαίνω, ἐπισημαίνω, θορυβέω, μέμφομαι; Hungarian: kifogásol, helytelenít, elítél, rosszall, ellenez, rossznak talál, kárhoztat, nincs ínyére; Italian: disapprovare; Latin: improbo, abdico; Polish: odrzucać, potępiać, skazać; Portuguese: desaprovar; Russian: осуждать, порицать; Swedish: ogilla, misstycka, underkänna