ἐκπλίσσομαι
English (LSJ)
gape, of a wound, Hp.Fract.25; of the womb, Id.Prorrh.2.24.
Spanish (DGE)
medic. abrirse, perf. estar abierto ἕλκος Hp.Fract.25, τὸ στόμα (τῆς μήτρης) Hp.Prorrh.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπλίσσομαι: παθ. ἀνοίγομαι, χαίνω, ἐπὶ τραύματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767, π. Ἄρθρ. 789.
Greek Monolingual
ἐκπλίσσομαι (Α)
(για τραύμα) είμαι ανοιχτός.