προεξαγγέλλω
English (LSJ)
announce beforehand, D.19.248, J.BJ2.21.8, Arr. An.6.4.5.
German (Pape)
[Seite 720] vorher hinausverkündigen; Dem. 19, 248 vrbdt οὔ προεῖπεν, οὐδὲ προεξήγγειλεν, ἀλλὰ τοὐναντίον συνέκρυψε; Sp., wie Arr. An. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξαγγέλλω tevoren bericht sturen.
Russian (Dvoretsky)
προεξαγγέλλω: заранее объявлять Dem.
Greek (Liddell-Scott)
προεξαγγέλλω: ἐξαγγέλλω προηγουμένως, πρότερον, Δημ. 419. 15, Ἀρρ. Ἀν. 5. 4.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προεξαγγέλλω: ανακοινώνω από πριν, προκηρύσσω, σε Δημ.
Middle Liddell
to announce beforehand, Dem.