ἀρτίχειρ

Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. χειρος, strong of hand (cf. ἀρτίπους), Pl.Lg.795d.

Spanish (DGE)

-ειρος
sano de brazos, manualmente capaz ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos Pl.Lg.795d, cf. D.C.66.8.1.

German (Pape)

[Seite 363] mit gefunden, tüchtigen Händen, od. beide Hände gebrauchend, Plat. Legg. VII, 795 d.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίχειρ: χειρος adj. имеющий ловкие руки Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀρτίας, δηλ. ἐξησκημένας, ἰσχυράς, καὶ οὐ μόνον τὴν δεξιάν, ὁ δυνάμενος νὰ ποιῇ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὅ,τι καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς, Πλάτ. Νόμ. 795D.

Greek Monolingual

ἀρτίχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο αμφιδέξιος.