αμφιδέξιος

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀμφιδέξιος, -ον)
ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος)
αρχ.
1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος
2. αμφίβολος, διφορούμενος, ασαφής
3. αυτός που γίνεται και με τα δύο χέρια συγχρόνως
4. αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -δέξιος < δεξιός.