ἐναποκινδυνεύω

Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

run a hazard in or with, στόλῳ D.C.49.2, cf. J.AJ2.9.4.

Spanish (DGE)

correr el riesgo con παντὶ τῷ στόλῳ D.C.49.2.2, τῷ παιδί I.AI 2.219, cf. Hsch.s.u. παραβαλλόμενος.

German (Pape)

[Seite 828] eine Gefahr bestehen, einen Kampf wagen, τινί, Sp., z. B. D. Cass. 49, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποκινδυνεύω: подвергать опасности, рисковать (ἑπτακισχιλίοις πολίταις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποκινδῡνεύω: ἀποκινδυνεύω ἔν τινι, μάχομαι παραβόλως, οὐ μέν τοι καὶ ἐναποκινδυνεῦσαι παντὶ τῷ στόλῳ τολμῶντες Δίων Κ. 49. 2· ἐναποκινδυνεύει, οὐ τῷ παιδὶ μόνον..., ἀλλὰ καὶ αὐτῷ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 9, 4· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει παραβαλλόμενος.

Greek Monolingual

ἐναποκινδυνεύω (Α)
αντιμετωπίζω κίνδυνο σε κάτι ή με κάποιον, ριψοκινδυνεύω.