рисковать
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
Russian > Greek
κινδυνεύω, ἐναποκυβέω, διακινδυνεύω, ἀποκινδυνευω, παραβάλλω, ἐναποκινδυνεύω, παραβολεύομαι, παρατίθημι, κυβεύω