ὀνειδείη

Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, poet. for ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειδείη: ἡ ион. = ὄνειδος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.

Greek Monolingual

ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)].