έλεγχος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ ἔλεγχος)
1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, της τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.»)
2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για συγκέντρωση στοιχείων προς αναίρεση ή ανασκευή
3. επίπληξη, μομφή
μσν.- νεοελλ.
φρ. «έλεγχος συνειδήσεως» — τύψεις συνειδήσεως, αυτοκριτικής και μεταμέλεια για κάποια πράξη ή ενέργεια
νεοελλ.
1. βιβλίο το οποίο τηρείται στα σχολεία, όπου καταγράφονται οι βαθμοί προόδου τών μαθητών
2. δελτίο με το οποίο γνωστοποιούνται οι βαθμοί προόδου, ο αριθμός απουσιών και ο χαρακτηρισμός της διαγωγής στους μαθητές και τους κηδεμόνες τους
3. υμενόπτερο έντομο της οικογένειας τών στυλοπιδών
4. μαλάκιο γαστερόποδο
5. «οικονομικός έλεγχος»
α) η έρευνα και εξακρίβωση της ορθότητας και νομιμότητας της οικονομικής διαχείρισης
β) η υπηρεσία που ασκεί τον οικονομικό έλεγχο
6. «διοικητικός έλεγχος» ή «έλεγχος διοικήσεως» — ο έλεγχος για την νομιμότητα και την καλή λειτουργία της διοικήσεως, κυρίως, ως προς την οικονομική διαχείριση
7. «έλεγχος γεννήσεων» — τα μέτρα για τον περιορισμό του αριθμού τών γεννήσεων
8. «έλεγχος βολής» — το σύνολο τών μηχανισμών και οι ενέργειες τών χειριστών τών πυροβόλων ώστε να βάλλουν ως ενιαίο σύνολο εναντίον στόχου
αρχ.-μσν.
απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο
μσν.
ο κατήγορος
αρχ.
1. επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να αναιρεθεί συλλογισμός, άποψη, κ.λπ.
2. αναίρεση με τη χρησιμοποίηση της «εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς»
3. ευκαιρία για ανασκευή, αντίκρουση, αναίρεση («δίδωμί τι εἰς ἔλεγχον», «δίδωμι ἔλεγχον ἀρετῆς», «ποιεῖν ή ποιεῖσθαι ἔλεγχον τῶν πεπραγμένων», «ἐλέγχους ἀποδέχεσθαι», «ἐλέγχους προσφέρειν»)
4. κατάλογος, ευρετήριο
5. πολυτελές κόσμημα.
(II)
ἐλεγχος, το (Α)
1. καταισχύνη, ντροπή («...ἔλεγχος ἔσσεται, εἴ κεν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ» — θα είναι ντροπή να κυριεύσει τα πλοία...)
2. φρ. «ἐλέγχεα» ή «κάκ' ἐλέγχεα» — επονείδιστοι, ξεφτιλισμένοι.