εἰσαναλίσκω

Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

expend upon, τιεἰς ἑαυτόν Antiph.204.10 (troch.), PPetr.2p.6.

Spanish (DGE)

(εἰσᾰνᾱλίσκω) 1 gastar ὅσ' ἂν ... εἰς ἑαυτὸν ... τις εἰσαναλίσκων τύχῃ cuanto uno gaste en propio uso Antiph.202.10, πολλὰ τῶν ἰδίων SEG 46.1721.15 (Janto II a.C.)
abs. gastar fondos κατὰ τὸν νόμον IIl.25.166 (III a.C.), εἰς τὴν οἰκοδομήν PCair.Zen.621.2 (III a.C.).
2 desgastar εἰσαναλίσκοντες σιδήρουστόμωμα SB 13881.5 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἀναλίσκω), darauf verwenden, εἴς τι, Antiphan. bei Ath. III, 104 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσανᾱλίσκω: δαπανῶ εἴς τι, πλὴν ὅσ’ ἂν καθ’ ἡμέραν εἰς ἑαυτὸν ἡδέως τις εἰσαναλίσκων τύχῃ Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 10.

Greek Monolingual

εἰσαναλίσκω (Α)
δαπανώ σε κάτι.