δαπανώ

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

Greek Monolingual

(AM δαπανῶ, -άω) δαπάνη
1. ξοδεύω, καταναλίσκω χρήματα ή άλλα είδη
2. σπαταλώ, αφήνω να χάνεται κάτιδαπανώ τον καιρό μου»)
αρχ.-μσν.
1. φθείρω, καταστρέφω («τὰ δάκρυα δαπανοῦν με», «φλὸξ δαπανᾷ πάντα»)
αρχ.
αναγκάζω κάποιον να κάνει έξοδα.