θολωτή, θολωτόν, built like a θόλος, τεῖχος Procop.Aed.4.11.
θολωτός: -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς θόλος, Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. (θολόω) τεταραγμένος, νοῦς Ἐκκλ.
-ή, -ό (ΑΜ θολωτός, -ή, -όν) θόλος1. αυτός που έχει θόλο2. θολοειδής, αψιδωτός.