συγγενέτειρα

Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, (cf. γενέτης) parent, mother, Id.El.746 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 961] ἡ, tem. zu συγγενέτης, Miterzeugerinn, Eur. El. 746.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγενέτειρα -ας, ἡ [συγγενής] mede-verwekster; verwant:. κλεινῶν συγγενέτειρ’ ἀδελφῶν zuster van vermaarde broers (van Clytaemnestra, de zuster van de Dioscuren) Eur. El. 746.

Russian (Dvoretsky)

συγγενέτειρα:родительница (κλεινῶν ἀδελφῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγενέτειρα: ἡ, (πρβλ. γενέτης) συγγενὴς γυνή, Εὐρ. Ἠλ. 746.

Greek Monolingual

ἡ, Α
κοινή μητέρα («κλεινῶν συγγενέτειρ' ἀδελφῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γενέτειρα «μητέρα»].