νυκτωπός

Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νυκτωπόν, (ὤψ) = νυκτερωπός, λαθοσύνα E.IT1279 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui voit en pleine nuit.
Étymologie: νύξ, ὤψ.

German (Pape)

νυκτερωπός, Λαθοσύνα, Eur. I.T. 1279.

Russian (Dvoretsky)

νυκτωπός: Eur. = νυκτερωπός.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτωπός: -όν, (ὢψ) = νυκτερωπός, λαθοσύνα, Εὐρ. Ι. Τ. 1279.

Greek Monolingual

νυκτωπός, -όν (Α) νυξ
νυκτερωπός.

Greek Monotonic

νυκτωπός: -όν (ὤψ), = νυκτερωπός, σε Ευρ.

Middle Liddell

νυκτ-ωπός, όν [ὤψ] = νυκτερωπός, Eur.]