νυκτωπός
English (LSJ)
νυκτωπόν, (ὤψ) = νυκτερωπός, λαθοσύνα E.IT1279 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui voit en pleine nuit.
Étymologie: νύξ, ὤψ.
German (Pape)
= νυκτερωπός, Λαθοσύνα, Eur. I.T. 1279.
Russian (Dvoretsky)
νυκτωπός: Eur. = νυκτερωπός.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτωπός: -όν, (ὢψ) = νυκτερωπός, λαθοσύνα, Εὐρ. Ι. Τ. 1279.
Greek Monolingual
νυκτωπός, -όν (Α) νυξ
νυκτερωπός.
Greek Monotonic
νυκτωπός: -όν (ὤψ), = νυκτερωπός, σε Ευρ.
Middle Liddell
νυκτ-ωπός, όν [ὤψ] = νυκτερωπός, Eur.]