στρογγυλόγλυφος

Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

στρογγυλόγλυφον, with carved mouldings, Hero Aut.25.7.

German (Pape)

[Seite 955] rund geschnitzt, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόγλῠφος: -ον, γεγλυμμένος στρογγύλως, Ἥρων Αὐτομ. 269Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στρογγυλά σκαλίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. χρυσόγλυφος].