Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
α, ον, drowsy, Aret.SD2.6, Hsch.
νυστᾰλέος: -α, -ον, ὁ νυστάζων, ὑπνηλός, Ἡσύχ.
-α, -ο (Α νυσταλέος, -α, -ον)αυτός που κατέχεται από νύστα, υπναλέοςνεοελλ.νωθρός, αδρανής, κοιμισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νύσταλος, κατά το υπναλέος].