νυσταλέος

Revision as of 11:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, drowsy, Aret.SD2.6, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νυστᾰλέος: -α, -ον, ὁ νυστάζων, ὑπνηλός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νυσταλέος, -α, -ον)
αυτός που κατέχεται από νύστα, υπναλέος
νεοελλ.
νωθρός, αδρανής, κοιμισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νύσταλος, κατά το υπναλέος].