ὀλβοδότειρα
English (LSJ)
ἡ, fem. of ὀλβοδοτήρ, E. Ba. 419 (lyr.), Opp. C. 1.45.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ὀλβοδότειρα: adj. f дарующая счастье, подательница счастья (εἰρήνη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλυκ. τοῦ ἑπομ., Εὐρ. Βάκχ. 419, Ὀππ. Κυν. 1. 45.
Greek Monolingual
ὀλβοδότειρα, ἡ (Α)
βλ. ολβοδοτήρ.
Greek Monotonic
ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ευρ.