[ᾰ], εως, ἡ, blame, ἐν τοῖς διαπραττομένοις Vett.Val.182.20 (pl.).
κάκισις, ἡ (ΑΜ)κακίζωμσν.κακία, οργήαρχ.μομφή, κατηγορία.