διαναυμαχέω

Revision as of 11:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

maintain a sea-fight, Hdt.8.63, Th.8.27; πρός τινα Isoc.4.97.

Spanish (DGE)

sostener una batalla naval, αὐτοῦ μένοντας δ. Hdt.8.63, cf. Th.8.27, I.BI 3.466, Plu.Alc.35, Polyaen.4.18.2, πρὸς χιλίας καὶ διακοσίας τριήρεις Isoc.4.97, πρὸς τοὺς βαρβάρους Plu.2.867c, cf. D.S.13.77, D.H.Pomp.6.11, Them.Or.1.12b, Ῥωμαίοις Plb.5.109.2, cf. D.S.14.59, δ. πρὸς τὰς σπιλάδας sostener batalla naval contra los escollos de un mal timonel, Synes.Ep.5 (p.13)
fig. hacer frente ὁ τῷ φθόνῳ διαναυμαχήσας Plu.2.787e.

German (Pape)

[Seite 591] eine Seeschlacht liefern, Her. 5, 86. 8, 63; Thuc. 8, 78; Isocr. 4, 91; πρός τινα, 4, 97; Plut. Thes. 19; auch τῷ φθόνῳ, an seni 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
livrer un combat naval.
Étymologie: διά, ναυμαχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ναυμαχέω het op zee uitvechten, op zee blijven vechten.

Russian (Dvoretsky)

διαναυμαχέω: давать морской бой, сражаться на море (εἶξαι καὶ οὐ διαναυμαχῆσαι Her.; πρός τινα Isocr., Plut.).

Greek Monotonic

διαναυμᾰχέω: μέλ. -ήσω, διεξάγω ναυμαχία, συγκροτώ θαλασσομαχία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

διαναυμᾰχέω: συγκροτῶ ναυμαχίαν, Ἡρόδ. 5. 86., 8. 63, διάφ. γραμ. παρὰ Θουκ. 8. 78· πρός τινα Ἰσοκρ. 60Ε.

Middle Liddell

fut. ήσω
to maintain a sea-fight, Hdt.