μιξόθηλυς
English (LSJ)
υ, partly female, Philoch.23; τὴν φωνὴν μ. Philostr.VS2.30.
German (Pape)
[Seite 189] υ, mit Weiblichem gemischt, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
μιξόθηλυς: υ, ὁ ἐν μέρει θῆλυς, ὁ ἔχων τι θηλυπρεπές, Φιλόχορ. 23, Φιλόστρ. 623.
Greek Monolingual
μιξόθηλυς, -υ (Α)
θηλυπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + θῆλυς (πρβλ. ανδρόθηλυς)].