θρομβοειδής

Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θρομβοειδές, full of clots or lumps, Hp.Mul.1.11,38.

German (Pape)

[Seite 1219] ές, = θρομβώδης, Hippocr.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ θρομβοειδής, -ές)
θρομβώδης
μσν.
(για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + -ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιοειδής, ρομβοειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < thrombo-(πρβλ. θρόμβος) + -id (πρβλ. -ειδής < είδος)].