δακτυλιοειδής
From LSJ
Greek Monolingual
(-ούς), -ές
1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου
2. ανατ. «δακτυλιοειδής χόνδρος» — ο κατώτερος από αυτούς που αποτελούν τον σκελετό του λάρυγγα
3. αστρον. «δακτυλιοειδής έκλειψη ηλίου» — ηλιακή έκλειψη κατά την οποία ο μαύρος δίσκος της Σελήνης δεν καλύπτει εντελώς τον δίσκο του Ήλιου και αφήνει γύρω απ' αυτόν ένα στενό φωτεινό δακτύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ειδής < είδος. Η λ. μαρτυρείται στον Κωνστ. Κούμα].