ἐκριζωτής
English (LSJ)
ἐκριζωτοῦ, ὁ, rooter out, destroyer, LXX 4 Ma.3.5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
el que arranca de raíz, destructor οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ ἀνταγωνιστής LXX 4Ma.3.5.
German (Pape)
[Seite 778] ὁ, Auswurzler, Vertilger, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκριζωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, καταστροφεύς, Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκριζωτής)
αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει κάτι
νεοελλ.
όργανο για την εκρίζωση.