εκρίζωση
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
η και ξερίζωμα, το (Μ ἐκρίζωσις και ἐκρίζωμα)
απόσπαση από τη ρίζα, ξερίζωμα («εκρίζωση αμπελιού»)
νεοελλ.
1. η συγκομιδή με ειδικές εκριζωτικές μηχανές τών φυτών που καλλιεργούνται για τις ρίζες (βολβούς) τους
2. ιατρ. «εκρίζωση όγκου» — η καθολική εξαίρεση όγκου.