destructor
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Latin > English
destructor destructoris N M :: destroyer, one who pulls down
Latin > English (Lewis & Short)
dēstructor: ōris, m. id.,
I one who pulls down, a destroyer: rerum, opp. aedificator, Tert. Apol. 46: Trojae, Cass. Var. 14, 15; Hier. Ep. 112, 10 fin.>
Latin > French (Gaffiot 2016)
dēstrūctŏr, ōris, m. (destruo), destructeur : Tert. Apol. 46.
Latin > German (Georges)
dēstrūctor, ōris, m. (destruo), der Niederreißer, (Ggstz. aedificator), rerum, Tert. apol. 46: Troiae, Cassiod. var. 12, 15, 1: außerdem bei Hieron. epist. 112, 10 extr. u.a. Eccl.
Spanish > Greek
ἐξαναλωτικός, ἀναλωτικός, δηλήμων, δηλητήρ, ἀπολυτής, ἀναστατήρ, ἀναστάτης, ἀναιρετικός, ἀναιρέτης, διαφθορεύς, ἀφανιστής, βιοφθόρος, διακοπτικός, δάϊος, ἐκριζωτής, ἐξαλείπτης, δαπανηρός, ἀίδηλος, ἀφανιστικός, ἀδηλοποιός, ἐκπορθήτωρ, ἀνατροπεύς