λατομικός
English (LSJ)
λατομική, λατομικόν, for quarrying stones, σίδηρος D.S.3.12.
German (Pape)
[ᾱ], ή, όν, zum Brechen der Steine gehörig, σίδηρος, DS. 3.12.
Russian (Dvoretsky)
λᾱτομικός: камнебитный, камнетесный (σίδηρος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἐξαγωγὴν λίθων, σίδηρος Διόδ. 3. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λατομικός, -ή, -όν) λατόμος
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λατομείο ή σε λατόμο
αρχ.
κατάλληλος για λατόμηση, για εξαγωγή πέτρας ή μαρμάρου.