σκιμπόδιον

Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, Dim. of σκίμπους, Philem.26, Luc.Asin.3, etc.

German (Pape)

[Seite 899] τό, = Folgdm; Luc. as. 3; Ath. XII, 550 f. Schol. Ar. Nubb. 255, Lob. Phryn. 62.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκίμπους.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιμπόδιον -ου, τό [σκίμπους] (kinder)bedje, ledikant.

Russian (Dvoretsky)

σκιμπόδιον: τό небольшое ложе, кроватка Luc.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκίμπους, Φιλήμ. ἐν «Ἐφεδρ.» 1, Λουκ. Ὄν. 3, κτλ.· οὕτω σκιμποδίσκος, ὁ, Συνέσ. 23D.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκίμπους, -οδος]
υποκορ. μικρό σκαμνί, σκαμνάκι.