Pass., to be sickly, [ἔμβρυα] νενοσευμένα Id.Septim.2.
νοσεύομαι: παθ., νοσῶ, εἶμαι νοσηρός, φιλάσθενος, ἔμβρυα νενοσευμένα Ἱππ. 255. 24.
νοσεύομαι (ΑΜ) νόσοςείμαι άρρωστος, νοσώμσν.(για ρούχο) μολύνομαι από αρρώστια.